νουμμουλίτης

νουμμουλίτης
ο
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος τρηματοφόρων που ανήκει στην οικογένεια nummulidae και που έζησε από το παλαιόκαινο ώς το ηώκαινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nummulite < νεολατ. Nummulites < λατ. nummulus, υποκορ. τού nummus «νόμισμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νομισματόλιθος — ο (παλαιοντ.) γένος ριζόποδων πρωτοζώων που έχουν εκλείψει, αλλ. νουμμουλίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. nummulithes < λατ. nummulus, υποκορ. τού nummus «νόμισμα» + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”